Aα
Αβγατάω,αβγαταίνω και αβγατίζω: αυξάνω,πληθαίνω,μεγαλώνω.
Αγκλίτσα,γκλίτα ή κλίτσα: σκαλσμένη ή απλά σκέτη κυρτή κεφαλή,που έχει τρύπα και μπαίνει σε ένα ίσιο ξύλο.
Αγκούσα,η: δυσφορία,δύσπνοια,ασφυξία από μεγάλη ζέστη,πολυφαγία,κούραση.
Ακούρμα: άκου Ακουρμάς: ακούω με προσοχή.
Αλαμπαρδόνα,η: γυναίκα ζωηρή.
Αλάνταβος,ο: αδέξιο,απρόσεχτος,άτσαλος.
Αλιμούρα,η: αρπαγή,λεηλασία,πλιάτσικο.
Αλισίβα,η:στάχτη διαλύμενη στο νερό που έπλεναν τα ασπρόρουχα
αλλά και τα μαλλιά του ανθρώπου.
Αλλαϊνός,ο: ο διπλανός.
Αλμπάνης,ο: πεταλωτής,καλιβωτής αλλά και αδέξιος,άπειρος.
Αλπέτζου,η: η αλεπού.Μτφ.η πονηρή και πανούργα γυναίκα.
Αλυχτάω:γαυγίζω.
Αμανάτ'(ι): ενέχυρο.
Αμούντ: άφαντος.
Ανάβρα,η: πηγή νερού.
Ανάκαρα,η: σωματική δύναμη,αντοχή,όρεξη,κουράγιο για κάτι.
Ανακόλλι,το: το έμπλαστρο.
Αναμεράω: στέκομαι κατά μέρος,μεργιάζω,κάνω στην άκρη για να περάσει κάποιος.
Αντράλα,η: ζαλάδα.
Απέκεια(επιρρ.): από το άλλο μέρος.
Απίδι,το: το αχλάδι.
Απόσκι,απόσκιο,το: μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος,που έχει σκιά.
Αφσκί,το: κοπριά.
Ββ
Βάβω,η: γιαγιά
Βάκρα,η: γίδα ή προβατίνα με μαύρα μπαλώματα στο πρόσωπο.
Βάτεμα,το: γονιμοποίηση ζώων,μαρκάλισμα.
Βελούχι: πηγή με άφθονο νερό.
Βούζας,ο: γενναίος,ρωμαλέος.
Βουκόλος,ο: βοσκός και φύλακας βοδιών,αλλά και γεδαλοβοσκός και γελαδάρης.
Γγ
Γαζέπι,το: δυνατή μπόρα,νεροποντή.
Γάστρα,η: μεταλλικό απλωτό σκέπασμα,με το οποίο,αφού θερμανθεί,σκεπάζεται το ταψί
με το ψωμί ή το φαγητό για να ψηθούν.
Γατσούμπρο,το: βατόμουρο.
Γιάγκλα,η: στροφή του δρόμου.
Γκόρτσο,το: ο καρπός της γκορτιάς,το αγριαχλάδι.
Γρέντζιλο,το: άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.
Δδ
Δαρτή,η: δυνατή βροχή.
Δικριάνι,το: ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο,χρήσιμο για το μάζεμα των χορταριών
και για το λίχνισμα(ανέμισμα) των σιτηρών στ'αλώνι.
Δούγα,η: βαρελοσανίδα.
Δραγάτης,ο: αγροφύλακας,αμπελοφύλακας.
Δράγκα,η: γουλία,σταγόνα,σταλιά νερού ή ποτού.
Δρούγα,η: η αδράχτι,η αρχαία άτρακτος.
Δρυμόνι,το: κόσκινο από λευκοσίδερο με μεγάλες τρύπες με το οποίο
δρυμόνιζαν(κοσκίνιζαν) το καλαμπόκι.
Εε
Είνορο,το: όνειρο.
Εκειό: εκείνο.
Εξαποδώς: σατανάς,διάβολος.
Έξοτα,τα: έξοδα,δαπάνες.
Έτος:νάτος.
Ζζ
Ζαγάρι,το: κυνηγητικό σκυλί,λαγωνικό.Μτφ: παλιόπαιδο.
Ζαντραβέλι,το: το γαϊδουράκι.
Ζέρδελο,το: βερύκοκο.
Ζούδι,το: ζωύφιο.
Ζουλάπι,το: άγριο σαρκοφάγο ζώο του δάσους.
Ηη
Ημερινά,τα: καλοπέραση.
Ήπατα,τα: σωματικές δυνάμεις.
Ήρα,η: αγριόχορτο που φυτρώνει στα χωράφια και εμποδίζει
την ανάπτυξη του σιταριού.
Θθ
Θαμπούλια,(επιρρ): χαράματα,πολύ πρωί.
Θαραπαή: ευχαρίστηση.
Θελός,ο: θολός.
Θέρμη,η: πυρετός που προέρχεται από ελονοσία.
Θυμητικό,το: μνημονικό,μνήμη.
Ιι
Ίγκλα,η: δερμάτινη λουρίδα,με την οποία δένεται και συγκρατείται το
σαμάρι πάνω στο ζώο.
Ισιάδα: ομαλός τόπος,ίσιωμα,ίσια ευθεία.
Ίσκιωμα,το: φάντασμα.
Κκ
Κακαράντζα,η: κοπριά γιδοπρόβατων.
Κάμα,το: ζέστη.
Κανούτα,η: γίδα με σταχτογάλαζο χρώμα.
Καρδάρα,η: ξύλινο δοχείο,συνήθως στρογγυλό,μέσα στο οποίο
αρμέγουν το γάλα.
Καρκανιάζω: ξηροψήνομαι.
Κατσιό,το: ανάπαυση,καθισιό,τεμπελιά.
Κοκκαλίτσι,το: κουμπί του πουκαμίσου.
Κουραδέλια,τα: δύο πέτρες η μία πάνω στην άλλη.
Κουσεύω: τρέχω.
Λλ
Λάκκα,η: επίπεδος,ανοιχτός,υπαίθριος χώρος,μικρή κοιλάδα.
Λανάρι,το: χειροκίνητο εργαλείο με καντά μετάλλλινα βελόνια
για το ξάσιμο των μαλλιών των γιδοπροβάτων,πριν γίνουν
νήμα.Λέγεται και χτένι.
Λαρώνω: ησυχάζω,γλαρώνω,με παίρνει ο ύπνος.
Λέντζερο,το: ράκος,παλιό,άχρηστο αντικειμενο.
Λητάρι,το: κοντό,ψιλό σχοινί,τριχιά.
Λιάτα,η: ειδικό τσεκούρι,χρήσιμο για το πελέκημα των ξύλων,
η χατζάρα.
Μμ
Μανάρα,η: κατσίκα οικόσιτη που προορίζεται για σφαγή.
Μαρμάγκα,η: δηλητηδιώδης αράχνη.
Μας τα κ'λάς: μάσε τα κουλά σου(τα χέρια).
Μάσα και μάσια,η: σιδερένια ράβδος με την οποία αραιώνονται
τα κάρβουνα και μαζεύεται η στάχτη της φωτιάς.
Ματσαλάω: μασουλάω.
Μαυλάω: καλώ,παρασύρω με απομίμηση της φωνής τα πρόβατα.
Μολογάω: ομολογώ,δέχομαι,διηγούμαι.
Μούσκιο,το: μούλιασμα,μούσκεμα.
Μπαζίνα,η: είδος πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι
με νερό και με τσιγαρισμένο κρεμμύδι ή τυρί με λάδι.
Μπακράτσι,το: χάλκινο κωνικό δοχείο με χερούλι.
Μπορμπότσαλο και μπουρμπυτσέλι,το: ζωύφιο.
Μπουκουβάλα,η: σβώλος από ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού
τυλιγμένα σε πανί και ζυμωμένα στο χέρι.
Μπουραζάνα,η: είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.
Μπουχαρί,το: καπνοδόχος.
Μπσαφίρ(η)ς,ο: μουσαφίρης,ο φιλοξενούμενος.
Νν
Νταβάς,ο: μικρό,στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος
με ψηλό κόθρο και δύο χερούλια.
Νταβίδι,το: ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμεύει για τη σύσφιξη
αντικειμένων μετά τη συγκόλλησή τους με κόλλα.
Ντουλαμάς,ο: επενδυτής(πανωφόρι) μάλλινος.
Ντρουβάς,ο: μικρό φορητό,πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι,που βάνουν
τρόφιμα και άλλα αντικείμενα και μεταφέρονται στον ώμο του ανθρώπου.
Ξξ
Ξαδειά,η: ευκαιρία.
Ξανέμισμα,το: λίχνισμα.
Ξεζάρκωτος,ο: ολόγυμνος.
Ξεκούτης,ο: ξεμωραμένος,αποβλακωμένος.
Ξώγκαρδα και ξέγκαρδα(επιρρ.): απρόθυμα,αδιάφορα.
Οο
Οβριός,ο: εβραίος,Μτφ:άνθρωπος τσιγκούνης,φιλάργυρος.
Οκνός,ο: οκνηρός,αργός,τεμπέλης.
Όρνιο,το: άγριο αρπακτικό πτηνό.Μτφ:βλάκας,ανόητος άνθρωπος.
Όχτρα,η: έχθρα.
Όψιμος,ο: ο αργοπορημένος,ο καθυστερημένος.
Ππ
Παρακατούλια(επιρ.): λίγο πιο κάτω.
Πατατούκα,η: κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα.
Πλακανίθρα,η: μεγάλη επίπεδη πέτρα.
Πλαστό,το: είδος πίτας από καλαμποκίσιο αλεύρι με λάχανα στη μέση,
λάδι και τυρί.
Πλιγούρι,το: φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο σιτάρι.
Πρέντζα,η: μιτζύθρα.
Πυροστιά και σιδηροστιά,η: μικρός σιδερένιος τριγωνικός τρίποδας.
Πυρωμάδα,η: φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές
στα κάρβουνα της φωτιάς ή του τζακιού.
Ρρ
Ραχάτι,το: ανάπαυση,χουζούρι,τεμπελιά.
Ράχλα,η: μούχλα.
Ρέκλα,η: κούραση του σώματος πριν από πυρετό.
Ρογγατσίνι,το: θαμνώδες αγριόδεντρο.
Ρούγα,η: γειτονιά,δρόμος,πλατεία.
Ρουκέλα και ρικέλα,η: κουβαρίστρα.
Σσ
Σαλαγάω: χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και οδηγό το κοπάδι
στη βοσκή και γενικά στην επιθυμητή κατεύθυνση.
Σαουριάζω: σιωπαίνω.
Σαπέρα(επιρρ.): προς τα πέρα.
Σγαρλέντζα,η: αταξία.
Σιγκούνα και σιγκούνι,το: είδος χοντρού μάλλινου πανωφοριού
της παραδοσιακής γυναικείας φορεσιάς.
Σκαφίδι,το: σκάφη.
Σκουταρέλα,η: σαύρα.
Σουράω: σφυρίζω.
Σφελαγκουδιά,η: ο ιστός της αράχνης.
Ττ
Ταγαρι και τρουβάς,ο: μικρό φορητό,πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι,που βάνουν
τρόφιμα και άλλα αντικείμενα και μεταφέρονται στον ώμο του ανθρώπου.
Τελεύω: τελειώνω,παιδεύω.
Τουλουπάνι,το: λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμεύει για σουρωτήρι υγρών.
Τριψάνα,η: βρασμένο γάλα μέσα στο οποίο έτριβαν κομμάτια ψωμιού,μπομπότας
και κουλούρας.
Τσαλαφούτ(ι),το: πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και αλατισμένο.
Τσάμπουρα,τα: μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο.
Τσάντζαλα,τα: παλιόρουχα,κουρέλια.
Τσιγαρίδα και τσιγαρίθρα,η: απομεινάρια χοιρινού κρέατος που έλιωσαν
στον τέντζερη και μετά την αφαίρεση του λίπους.
Τσούπρα,η: κορίτσι,κοπέλα.
Τσουράπα,η:άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.
Φφ
Φάκλα,η: μεγάλη φωτιά,δυνατή ζέστη.
Φλιτράω: φτερουγίζω,πετάω ανάλαφρα από χάρα.
Φλιτσιούρ,το: πολύς κόσμος.
Φούλα,η: η αδερφή (χαϊδευτικά).
Φουρδάκλα,η: φουσκάλα.
Φουσκί,το: χονεμένη κοπρία από χοντρά ζώα που χρησιμεύει για λίπασμα.
Φουσκόγαλο,το: λευκό έκκριμα της συκιάς,"το γάλα της συκιάς".
Φρόκαλο και φροκαλίδι,το: το σκουπίδι.
Φτηνοπέτσικο,το: φτηνόφλουδο.
Φώλι,το: αβγό ή ομείωμα αβγού που τοποθετείται στη φωλιά της κότας για να την
προσελκύσει να γεννήσει.
Χχ
Χαΐρι,το: προκοπή.
Χαλασιά,η: χαλασμός,καταστροφή και κοσμοχαλασιά.
Χαρδαλούπας,ο: εκείνος που άπληστα καταβροχθίζει τα πάντα.
Χερόβολο,το: ποσότητα σταχυών που μπορεί να κρατήσει με το ένα χέρι αυτός
που θερίζει.
Χερσώνω: κάνω έναν τόπο χέρσο,παύω να τον καλλιεργώ.
Χειμωνικό,το: το καρπούζι.
Χ'λιάρα,η: ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του φαγητού.
Χωσιά,η: η ενέδρα.
Ψψ
Ψάνα,η: χλωρό μεστωμένο στάχυ.
Ψάχαλο,το: ψιχίο,τσάχαλο,άχυρο.
Ψες και εψές(επιρ.): χτες.
Ψίκι,το: γαμήλια πομπή.
Ψυχούδι,το: πρόσφορο που προσφέρουν στα μνημόσυνα για τη συγχώρηση
των ψυχών των νεκρών.
Ψωμοσάκουλο,το: σακούλι που έβαζαν το ψωμί για το χωράφι.